Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἡ γῆ ἔφερε

  • 1 принести

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. принесенный, βρ: -сн, -сена, -сено.
    1. φέρω, προσκομίζω•

    он -нс записку αυτός έφερε σημείωμα•

    принести дров φέρω καυσόξυλα.

    || μτφ. ανακοινώνω, αγγέλλω•

    она -ла радостное известие αυτή έφερε χαρμόσυνη είδηση.

    || φέρω•

    принести счастье φέρω ευτυχία•

    принести страдания φέρω βάσανα.

    || παρασύρω•

    ветерок -нс приятный запах το αεράκι, έφερε ευωδιά.• северный ветер -нс нам холод ο βοριάς μας έφερε το κρύο.

    2. (για ζώα)• γεννώ•

    кошка -ла шесть котят η γάτα γέννησε έξι γατάκια.

    || δίνω, παράγω, καρποφορώ•

    деревья в этом году -ли плоды τα δέντρα φέτος καρποφόρησαν.

    3. αποδίδω•
    4. μαζί με μερικά ουσ. σχηματίζουν ρ.με σημ. από το ουσ: принести благодарность ευγνωμονώ•

    клятву ορκίζομαι•

    принести в дар δωρίζω•

    принести жалобу παραπονούμαι•

    принести мольбу θερμοπαρακαλώ, καθικετεύω.

    έρχομαι γρήγορα, εσπευσμένα καταφτάνω•

    ну, зачем ты сюда -лась? λοιπόν, γιατί ήρθες εδώ εσπευσμένα;

    || διαδίδομαι, ξαπλώνομαι, διαχέομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > принести

  • 2 занести

    -есу, -есешь, παρλθ. χρ. занес
    -ела, -ело, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. занесенный, βρ: -сен, -сена, -сено ρ.σ.μ.
    1. φέρω, προσκομίζω•

    друг -нес мне новую книгу ο φίλος μου έφερε καινούργιο βιβλίο•

    судьба меня -ела сюда η τύχη με έφερε εδώ•

    как вас это -сло сюда τι σας έφερε εδώ• πως κι έτσι εδώ.

    2. βάζω, μεταφέρω μέσα•

    занести вещи в комнату βάζω τα πράγματα στο δωμάτιο.

    3. εγγράφω•

    занести в список εγγράφω στον κατάλογο.

    4. βάζω• σηκώνω, υψώνω•

    занести ногу на стремя βάζω το πόδι στον αναβολέα (της σέλας)•

    занести руку для удара οηκώνω το χέρι για να χτυπήσω.

    || εκτρέπω, ρίχνω, πετώ στην άκρη.
    5. σκεπάζω, καλύπτω (με λεπτά σώματα)•

    занести песком σκεπάζω με άμμο.

    || απρόσ. вся дорога -ело песком όλος ο δρόμος σκεπάστηκε με άμμο•

    каким ветром вас сюда -ело? ποιο καράβι σας έβγαλε εδώ.

    Большой русско-греческий словарь > занести

  • 3 занести

    занес||ти́
    сов см. заносить Ι· ◊ каким ветром тебя сюда \занестило? ποιος ἄνεμος σ' ἐφερε κατά δῶ;

    Русско-новогреческий словарь > занести

  • 4 навевать

    навева́||ть
    несов
    1. (приносить с собой\навеватьо ветре) φέρνω, φυσώ:
    ветер \навеватьл прохладу ὁ ἀέρας Εφερε ψύχρα, φύσηξε δροσιά·
    2. (что-л. на кого-л.) ἐμπνέω / ὑποβάλλω (вызывать):
    \навевать тоску́ προξενώ πλήξη.

    Русско-новогреческий словарь > навевать

  • 5 нисколько

    нисколько
    1. мест, (ничего) τίποτε:
    сколько тетрадей он принес? \нисколько нисколько πόσα τετράδια ἐφερε; \нисколько κανένα· денег нет \нисколько δέν ἔχω καθόλου χρήματα·
    2. нареч (ничуть) καθόλου, διόλου, ποσώς:
    он \нисколько не обиделся δεν θύμωσε καθόλου.

    Русско-новогреческий словарь > нисколько

  • 6 принести

    принести
    сов см. приносить· ◊ принесла его́ нелегкая κακιά ὠρα τόν Εφερε.

    Русско-новогреческий словарь > принести

  • 7 свести

    свести
    сов см. сводить· судьба свела нас еще раз ἡ τύχη τό ἐφερε νά συναντηθούμε ἄλλη μιά φορά.

    Русско-новогреческий словарь > свести

  • 8 ветер

    -тра (-тру), προθτ. о -е, на -у, πλθ. -ы, -ов, к. -ов α.
    άνεμος, αέρας•

    попутный ветер ούριος άνεμος•

    ветер поднялся σηκώθηκε αέρας•

    ветер улегся ο άνεμος κάλμαρε•

    порывистый ветер ορμητικός (σφοδρός) άνεμος.

    εκφρ.
    ветер в голове – αέρα έχει στο κεφάλι (είναι ελαφρόμυαλος)•
    ветер занес ή -ом занесло – ο αέρας τον έφερε (άγνωστον ποιος)•
    ветер свистит в карманах – οι τσέπες μου είναι πανί με πανί (άφραγκος, απένταρος)•
    бросать (ή кидать, швырять) деньги на ветер – σπαταλώ τα χρήματα•
    бросать слова на ветер ; говорить, болтать на ветер а- – ερολογώ•
    держать нос по -у – είμαι καιροσκόπος, πηγαίνω όπως φυσά ο αέρας, είμαι ανεμοδούρα•
    идти куда ветер дует – προσαρμόζομαι στις εκάστοτε περιστάσεις•
    ищи ή догоняй -а в поле – ψάχνω να βρω βελόνι στ’ άχυρα, πιάσε το λύκο να του πάρεις τα πέταλα, τρέχα -γύρευε•
    подбитый -ом – α) ενδυμασία ανεμοδι-απερνόμενη. β) ελαφρόμυαλος, φουρλαιδας.

    Большой русско-греческий словарь > ветер

  • 9 навести

    -веду, -ведёшь, παρλθ. χρ. навёл
    -вела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. наведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наведённый, βρ: -дён, -дена, -дено,
    επιρ. μτχ. наведя ρ.σ.μ.
    1. οδηγώ, φέρω, άγω. || κατευθύνω. || υποδείχνω (για κλοπή).
    2. σπρώχνω, ωθώ παρακινώ, προτρέπω. || γυρίζω, στρέφω, κατευθύνω (για συνομιλία, λόγο κ.τ.τ.).
    3. μτφ. εμπνέω, εμβάλλω προξενώ, προκαλώ (φόβο, θλίψη κ.τ.τ.).
    4. κατευθύνω, στρέφω, γυρίζω•

    навести телескоп на луну κατευθύνω το τηλεσκόπιο κατά το φεγγάρι.

    || (στρατ.) σκοπεύω.
    5. κατασκευάζω, κάνω, φτιάχνω•

    навести переправу φτιάχνω πορθμείο•

    мост φτιάνω γεφύρι.

    6. περνώ, καλύπτω (με χρώματα, βερνίκι κ.τ.τ.).
    7. προσδίνω•

    красоту προσδίνω ομορφιά•

    навести блеск προσδίνω λάμψη (γυαλάδα).

    || βάζω, επιβάλλω•

    навести порядок βάζω τάξη.

    8. φέρω•

    -вл ко мне много гостей μου έφερε πολλούς μουσαφιρέους.

    9. γεννώ (πολλά).
    εκφρ.
    навести критику – κριτικάρω•
    справку (справки) – πληροφορούμαι, μαθαίνω•
    на ум – φέρω στα μυαλά, λογικεύω, σωφρονίζω, βάζω μυαλό.

    Большой русско-греческий словарь > навести

  • 10 навеять

    -вю, -веешь
    ρ.δ.μ.
    1. φέρω πνέοντας, παρασέρνω φυσώντας•

    ветер -ял прохладу ο αέρας μας έφερε δροσιά•

    -ло снегу συσσωρεύτηκε χιόνι από τον αέρα.

    2. επιφέρω, προκαλώ, προξενώ•

    журчание ручья -ло на нас дремоту το κελάρυσμα του ρυακιού μας αποκοίμησε.

    3. λιχνίζω•

    навеять овей λιχνίζω βρώμη•

    -много пшеницы λιχνίζω πολύ σιτάρι.

    Большой русско-греческий словарь > навеять

  • 11 повергнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. поверг κ. παλ. повергнул
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. повргший κ. поврщувший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. повергнутый, βρ: -нут, -а, -о κ. поверженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παλ. ρίχνω κάτω, καταρρίπτω γκρεμίζω•

    повергнуть наземь ρίχνω καταγής•

    буря -ла дуб η θύελλα έρριξε καταγής τη βαλανιδιά•

    болезнь -ла его на пс-стль (μτφ.) η αρρώστεια τον έρριξεστο κρεβάτι.

    || μτφ. νικώ, συντρίβω.
    2. οδηγώ, φέρω (σε κατάσταση)•

    эта весть -ла его в отчаяние αυτή η είδηση τον έφερε σε απελπισία.

    εκφρ.
    повергнуть к стопам кого – (για υψηλή προσωπικότητα) υποβάλλω (παρακαλώ) ταπεινά.
    1. παλ. πέφτω (ρίχνομαι) στα πόδια, προσκυνώ, ικετεύω γονυπετώς.
    2. φέρομαι, οδηγούμαι, περιέρχομαι•

    повергнуть в отчаяние περιέρχομαι σε απελπισία.

    Большой русско-греческий словарь > повергнуть

  • 12 примчать

    ρ.σ.
    1. μ. φέρω καλπάζοντας•

    всадник -ал донесение ο καβαλάρης καλπάζοντας έφερε την αναφορά.

    2. καταφτάνω καλπάζοντας.
    καταφτάνω καλπάζοντας.

    Большой русско-греческий словарь > примчать

  • 13 скрутить

    ρ.σ.μ.
    1. βλ. крутить (2 σημ.).
    2. (περι)τυλίγω.
    3. δένω•

    скрутить руки вора δένω τα χέρια του κλέφτη.

    4. μτφ. υποτάσσω, δαμάζω, κάνω υποχείριο. || καταβάλλω• οδηγώ στο θάνατο•

    болезнь его -ла α) η αρρώστια τον έριξε κάτω. β) η αρρώστια του έφερε το τέλος.

    || εκτελώ στα γρήγορα, β ιαστ ικά•

    скрутить свадьбу κάνω το γάμο στα γρήγορα (κουκουλώνω).

    στρίβομαι, κλώθομαι.

    Большой русско-греческий словарь > скрутить

  • 14 сорока

    θ.
    1. κίσσα η μακρόουρη, καρακάξα.
    2. φλύαρος, -η• κουτσομπόλης, -α.
    εκφρ.
    сорока на хвосте принесла – (για ειδήσεις ή πληροφορίες) άγνωστο από που προήρθε, τρέ-χα-γύρευε ποιος την έφερε;•
    заладила -якова (одно про всяково) – κοπανώ τα ίδια και τα ίδια•
    как (точно) сорока на колу вертеться (крутить(ся) – στριφογυρίζω σαν την κωλοσούσα (είμαι ανησύχαστος, αεικίνητος, ασταμάτητος).
    θ.
    είδος παλαιού γυναικείου καπέλου.

    Большой русско-греческий словарь > сорока

  • 15 чёрт

    -а, πλθ. черти
    -ей α.
    1. διάβολος• το ίδιο και σαν βρισιά.
    2. επίρ. -ом (απλ.) λεβέντικα.
    εκφρ.
    α) πάρα πολύ, υπερβολικά• устал до -а – παρακουράστηκα.
    β) (απλ.) συντριπτικά•
    стёкла разлетелись к -у – τα τζάμια έγιναν συντρίμμια, πάνε στο διάβολο, γ) τι στο διάβολο•
    ни -а – (απλ.) ούτε διάβολος (τίποτε απολύτως)•
    ни к -у не годится – ούτε για το διάβολο δεν κάνει (τελείως άχρηστος• (для) какого -а; за каким (коим) -ом; на какой -; на -а (απλ.) τι (στο) διάβολο, γιατί•
    чёрт тебя (его, ихκλπ.) возьми να σε πάρει ο διάβολος•
    чёрт знает кто (что) – ποιος Εέρει, ο διάβολος ξέρει, άγνωστο• (куда, откуда) чёрт принс (που, από που) ο διάβολος (τον) έφερε (για άκαιρη άφιξη κάποιου)•
    чёрт с ним (тобой, нимиκλπ.) ας πάει (πας, πάνε) στο διάβολο, ας είναι (γίνει) έτσι• чёрт-те что (где) ο διάβολος ξέρει τι (που), άγνωστο•
    - ям (чёрту) тошно – (απλ.) ούτε ο διάβολος δεν το τρώει (ξεπερνά τα όρια)•
    к -у (-ям) на рога (кулички) ή у -а на рогах (куличках)απλ. στου διαβόλου την άκρη ή τη μάνα ή την ουρά (κατάμακρα)•
    ни один чёрт ή сам чёрт – ούτε ο ίδιος ο διάβολος (κανένας)•
    одному -у известно – μόνο ένας διάβολος ξέρει δηλ. κανένας•
    что за -! – τι διάβολο!

    Большой русско-греческий словарь > чёрт

См. также в других словарях:

  • ἔφερε — φέρω fero imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'φερε — ἔφερε , φέρω fero imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔφερ' — ἔφερε , φέρω fero imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»